παραζαλίζω

παραζαλίζω
μετ.
1) чрезмерно докучать, надоедать, морочить голову (кому-л.'); 2) ударять в голову (о вине); вызывать сильное головокружение (о лекарстве)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "παραζαλίζω" в других словарях:

  • παραζαλίζω — 1. προκαλώ μεγάλη σκοτούρα σε κάποιον, ζαλίζω πολύ 2. βασανίζω, στενοχωρώ κάποιον πολύ με τις συνεχείς ενοχλήσεις μου …   Dictionary of Greek

  • παραζαλίζω — παραζάλισα, παραζαλίστηκα, παραζαλισμένος, ζαλίζω πολύ, ταράζω, σκοτίζω, στενοχωρώ, παραενοχλώ: Στον αποκριάτικο παιδικό χορό μαζεύτηκαν όλα τα παιδιά του σχολείου και μας παραζάλισαν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραζάλισμα — το [παραζαλίζω] 1. μεγάλη ενόχληση, παρασκότιση 2. μεγάλη ζάλη …   Dictionary of Greek

  • αλαλιάζω — ιασα, ιάστηκα, ιασμένος 1. μτβ., παίρνω από κάποιον το μυαλό, παραζαλίζω: Τα παιδιά την είχαν αλαλιάσει με τις φωνές τους. 2. αμτβ., παραζαλίζομαι, σκοτίζομαι: Ησυχάστε πια κι αλάλιασα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»